ἀπόχορδος
German (Pape)
[Seite 336] mißtönend, mißhällig, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχορδος: -ον, παράχορδος, ἵνα μὴ τινες ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Κλήμ. Ἀλ. Στρ. 2. 493, 33.
[Seite 336] mißtönend, mißhällig, Clem. Al.
ἀπόχορδος: -ον, παράχορδος, ἵνα μὴ τινες ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Κλήμ. Ἀλ. Στρ. 2. 493, 33.