ἀγρεύσιμος
English (LSJ)
η, ον,
A easy to catch, Sch.S.Ph.863.
German (Pape)
[Seite 22] ον, leicht zu fangen, Schel. Soph. Phil. 876.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρεύσιμος: -η, -ον, ὁ εὐκόλως ἀγρευόμενος, Σχόλ. Σοφ. Φ. 863.
η, ον,
A easy to catch, Sch.S.Ph.863.
[Seite 22] ον, leicht zu fangen, Schel. Soph. Phil. 876.
ἀγρεύσιμος: -η, -ον, ὁ εὐκόλως ἀγρευόμενος, Σχόλ. Σοφ. Φ. 863.