βληχάς
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A bleater, ὄϊας περὶ β. Opp.C.1.145.
German (Pape)
[Seite 449] άδος, ἡ, blökend, οἶες Opp. C. 1, 145.
Greek (Liddell-Scott)
βληχάς: -άδος, ἡ, βληχωμένη, βελάζουσα, ὄϊας περὶ βλ. Ὀππ. Κ. 1. 145.
άδος, ἡ,
A bleater, ὄϊας περὶ β. Opp.C.1.145.
[Seite 449] άδος, ἡ, blökend, οἶες Opp. C. 1, 145.
βληχάς: -άδος, ἡ, βληχωμένη, βελάζουσα, ὄϊας περὶ βλ. Ὀππ. Κ. 1. 145.