ον,
A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.
[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).
γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.