συνεκπεράω

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A come out together, Aret.SD2.11; μετά τινος X.Cyn.4.5.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. περάω), mit od. zugleich heraus-, hervorgehen, μετά τινος, Xen. Cyn. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπεράω: ἐξέρχομαι ὁμοῦ, συνδιεξέρχομαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· μετά τινος Ξεν. Κυν. 4, 5.