ἐγχείμαργος
English (LSJ)
ον,
A = ἐγχεσίμαργος, EM313.14.
German (Pape)
[Seite 712] = ἐγχεσίμαργος, E. M. 313, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχείμαργος: -ον, = ἐγχεσίμαργος, Ἐτυμολ. Μ. 313. 14.
ον,
A = ἐγχεσίμαργος, EM313.14.
[Seite 712] = ἐγχεσίμαργος, E. M. 313, 14.
ἐγχείμαργος: -ον, = ἐγχεσίμαργος, Ἐτυμολ. Μ. 313. 14.