A = Βακχεύω, from Βρόμιος, AP9.774 (Glauc.).
[Seite 464] bacchisch jubeln, Glauc. 3. 4 (IX, 774. 775).
βρομιάζομαι: ἀποθ. = βακχεύω, ἐκ τοῦ βρόμιος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 774.