μεταιβολία

Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ἡ,

   A change of mind, prob. in Simon.37.17.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιβολία: ἡ, μεταβολὴ φρονήματος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Σιμων. 7. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μεταβουλία, ματαιβουλία.