ἀστροθέτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who classes the stars, Orph.H.64.2.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, Sternsteller, -ordner, Orph. H. 64, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστροθέτης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς ἀστέρας κατατάσσων εἰς ἀστερισμοὺς καὶ δίδων ἀνάλογα ὀνόματα εἰς αὐτούς, Ὀρφ. Ὕμν. 64. 2.