ή, όν,
A of an ἐναγής, Χρήματα Id.2.825c.
[Seite 824] ή, όν, = ἐναγής, von Sachen, Plut. polit. praec. 32 p. 201, χρήματα, das Vermögen der Verbrecher.
ἐναγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον ἐναγῆ, χρήματα ἐναγικὰ Πλούτ. 2. 825Β.