ἐγχεσίμαργος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A raging with the spear, EM313.7, Hsch.
German (Pape)
[Seite 713] mit dem Speere wüthend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχεσίμαργος: -ον, «τοῖς ἔγχεσι μαινόμενος» Ἐτυμολ. Μ. 313. 6, Ἡσύχ.
[ῐ], ον,
A raging with the spear, EM313.7, Hsch.
[Seite 713] mit dem Speere wüthend, VLL.
ἐγχεσίμαργος: -ον, «τοῖς ἔγχεσι μαινόμενος» Ἐτυμολ. Μ. 313. 6, Ἡσύχ.