ες,
A of the gangrene kind, Hp.Epid.7.110, Gal. 11.818.
[Seite 470] ες, der Gangräne ähnl., Hippocr.
γαγγραινώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γάγγραιναν, Ἱππ. 1238Ε.