αὐτοσχιδής
English (LSJ)
ές,
A simply slit: simple, ὑπόδημα Hermipp. 18, cf. αὐτοσχεδές.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχιδής: -ές, ἁπλῶς εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς ὑπόδημα, τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄ , 89).
ές,
A simply slit: simple, ὑπόδημα Hermipp. 18, cf. αὐτοσχεδές.
αὐτοσχιδής: -ές, ἁπλῶς εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς ὑπόδημα, τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄ , 89).