ἡμιγέρων
German (Pape)
[Seite 1167] οντος, ὁ, Halbgreis, Long. 3, 31, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ γέρων, Λόγγος 3. 31.
[Seite 1167] οντος, ὁ, Halbgreis, Long. 3, 31, l. d.
ἡμιγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ γέρων, Λόγγος 3. 31.