ἀδιάγωγος
English (LSJ)
ον,
A impossible to live with, Ph.2.268; συνουσία 1.118.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγωγος: -ον, μεθ’ οὗ δὲν δυναταί τις νὰ ζήσῃ, Φίλων 1. 118.
ον,
A impossible to live with, Ph.2.268; συνουσία 1.118.
ἀδιάγωγος: -ον, μεθ’ οὗ δὲν δυναταί τις νὰ ζήσῃ, Φίλων 1. 118.