θηλοειδής
English (LSJ)
ές,
A nipple-shaped, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, zitzenförmig, Theophr., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
θηλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα θηλῆς, Γλωσσ.
ές,
A nipple-shaped, Gloss.
[Seite 1207] ές, zitzenförmig, Theophr., l. d.
θηλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα θηλῆς, Γλωσσ.