αἰγιαλώδης
English (LSJ)
ες,
A frequenting the shore, ζῷα Arist. HA488b7.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγιᾰλώδης: -ες, (εἶδος) συχνάζων εἰς τὸν αἰγιαλόν, ζῷα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 15.
ες,
A frequenting the shore, ζῷα Arist. HA488b7.
αἰγιᾰλώδης: -ες, (εἶδος) συχνάζων εἰς τὸν αἰγιαλόν, ζῷα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 15.