προσκύσας
English (LSJ)
πρόσκῠσον, aor. 1 part. and imper. of προσκυνέω.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύσας: πρόσκῠσον, ἀόρ. α΄ μετοχ. καὶ προστακτ. τοῦ προσκυνέω.
πρόσκῠσον, aor. 1 part. and imper. of προσκυνέω.
προσκύσας: πρόσκῠσον, ἀόρ. α΄ μετοχ. καὶ προστακτ. τοῦ προσκυνέω.