δακτυλότριπτος

Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ον,

   A worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.