ον,
A worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).
[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).
δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.