Adv., (ἑλίσσω)
A whirling, rolling, A.Pr.882 (anap.); cf. εἱλίγδην.
[Seite 797] gewunden, Aesch. Prom. 884.
ἑλίγδην: ἐπίρρ. (ἑλίσσω) περιστοφάδην, τροχοδινεῖται δ’ ὄμμαθ’ ἑλίγδην Αἰσχύλ. Πρ. 882.