χρησμολάλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = χρησμολόγος, τρίποδες Orac. in App.Anth. 6.82.10.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολάλος: -ον, = χρησμολόγος, Χρησμ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 123D.
[ᾰ], ον,
A = χρησμολόγος, τρίποδες Orac. in App.Anth. 6.82.10.
χρησμολάλος: -ον, = χρησμολόγος, Χρησμ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 123D.