ἀδιάτμητος
English (LSJ)
ον,
A not cut in pieces, Aen. Tact.32.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάτμητος: -ον, ὁ μὴ διατετμημένος εἰς τεμάχια, ἀδιαίρετος, Ἐκκλ.
ον,
A not cut in pieces, Aen. Tact.32.1.
ἀδιάτμητος: -ον, ὁ μὴ διατετμημένος εἰς τεμάχια, ἀδιαίρετος, Ἐκκλ.