βασιλείδης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A prince, τῶν δέκα βασιλειδῶν Pl.Criti.116c.
Greek (Liddell-Scott)
βασιλείδης: ου,ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως , βασιλόπαις,τῶν δέκα βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C.
ου, ὁ,
A prince, τῶν δέκα βασιλειδῶν Pl.Criti.116c.
βασιλείδης: ου,ὁ, πατρωνυμ. τοῦ βασιλέως , βασιλόπαις,τῶν δέκα βασιλειδῶν Πλάτ. Κριτί.116 C.