σχετέος
English (LSJ)
α, ον,
A what ought to be stopped, σχετέα δρᾶν, v.l. for σχέτλια, Hp.Mul.2.133.
Greek (Liddell-Scott)
σχετέος: -α, -ον, ὃν πρέπει νὰ σταματήσῃ τις, σχετέα δρῶ, δηλ. φέρομαι ἀπρεπῶς, Ἱππ. 648. 25· ὁ Schneid. εὐλόγως προτείνει σχέτλια.