καθιλαρύνω
German (Pape)
[Seite 1286] verstärktes simplex, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
καθῐλᾰρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.
[Seite 1286] verstärktes simplex, Suid.
καθῐλᾰρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.