ον,
A not to be touched, Hdn.Epim.57.
ἀπρόσψαυστος: -ον, ὅστις δὲν ἔχει μέρος νὰ «πιασθῇ» τις, καὶ τῷ μὲν λείῳ εἶχε [ὁ παγετὸς] τὸ ὀλισθηρὸν καὶ ἀπρόσψαυστον Εὐστ. Πονημάτ. 310. 64.