ἀμφιμάρπτω
English (LSJ)
only in pf. -μέμαρπα (
A -μέμαρφα Q.S.3.614), grasp all round, handle, A.R.3.147, Opp.H.5.636.
German (Pape)
[Seite 141] ringsum erfassen, perf. ἀμφιμεμαρπώς Ap. Rh. 3, 146; Opp. H. 5, 636; ἀμφιμέμαρφε Qu. Sm. 3, 614, wo wohl -μέμαρπε zu lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάρπτω: συναρπάζω τι πανταχόθεν, ψηλαφῶ ἢ λαμβάνω, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 147, Ὀππ. Ἁλ. 5. 636, - κατὰ πρκμ. ἀμφιμέμαρπα.