νεηκής
Greek (Liddell-Scott)
νεηκής: -ές, (ἀκή) ὁ νεωστὶ ἀκονηθείς, Ἰλ. Ν. 391, Π. 484· Δωρ. νεᾱκής, Ἡσύχ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Spitzn εἰς Ἰλ. Ζ. 77.
νεηκής: -ές, (ἀκή) ὁ νεωστὶ ἀκονηθείς, Ἰλ. Ν. 391, Π. 484· Δωρ. νεᾱκής, Ἡσύχ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Spitzn εἰς Ἰλ. Ζ. 77.