γροσφομάχος

Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7˙ πρβλ. γροσφοφόρος.