ἀπατιμάζω
English (LSJ)
= sq.,
A ἀπητιμασμένη A.Eu.95.
German (Pape)
[Seite 282] = folgd., ἀπητιμασμένη Aesch. Eum. 95.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτῑμάζω: τῷ ἑπομ., ἀπητιμασμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 95.
= sq.,
A ἀπητιμασμένη A.Eu.95.
[Seite 282] = folgd., ἀπητιμασμένη Aesch. Eum. 95.
ἀπᾰτῑμάζω: τῷ ἑπομ., ἀπητιμασμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 95.