δεκαπλασιάζω
English (LSJ)
A multiply by ten, LXXBa.4.28, Ph.1.462.
German (Pape)
[Seite 542] verzehnfachen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαπλασιάζω: μέλλ. -άσω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ δέκα, Φιλω. 1. 462.
A multiply by ten, LXXBa.4.28, Ph.1.462.
[Seite 542] verzehnfachen, Sp.
δεκαπλασιάζω: μέλλ. -άσω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ δέκα, Φιλω. 1. 462.