ές,
A pleasing the people, popular, Paul.Al.N.2.
[Seite 565] ές, das Volk erseeuend, Sp.
δημοχᾰρής: -ές, ὁ ἀρέσκων εἰς τὸν λαόν, δημοτικός· μεταγεν.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 486.