εως, ἡ,
A swelling, Orib. Fr.128 ; πελάγους Placit.4.1.1.
παροίδησις: -εως, οἴδησις παρά τι, Ὀρειβάσ. (ἐκλογ.) ἔκδ. Daremb. τ. IV, σ. 628.