ἡ,
A toothache, Id.3.19 (pl.), Poll.2.96, Gal.10.82, al.
[Seite 293] ἡ, das Zahnweh, Sp.
ὀδονταλγία: ἡ, ὀδοντόπονος, Πολυδ. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.