εὐαγγελικός

Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

German (Pape)

[Seite 1054] ή, όν, zur fröhlichen Botschaft gehörig; K. S. das Evangelium betreffend, evangelisch, auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαγγελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλὴν ἀγγελίαν, χαρὰ Achmes ὀνειρ. 10. ΙΙ ἀνήκων εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἢ περιεχόμενος ἐν αὐτῷ, Εἰρην. 1. 3, 6, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι. 1168C, Ἱππόλ. 812D, Ὠριγ. Ι. 536D: - Ἐπίρρ. εὐαγγελικῶς Ἱππόλυτ. 696Β, Ἰσιδ. Ἐπιστ. 1. 16, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 137D, κλ.