ὑποφωλεύω
English (LSJ)
A lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.
A lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).
ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.