κομβόω

Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

   A bind up, fasten, Gloss.:—Med., gird oneself, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κομβόω: «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ σῶμα Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. παγιδεύω, ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.