ἀνάσχεσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνέχομαι)
A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b. 2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13. 3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).
German (Pape)
[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.