κολοβοτράχηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A stump-necked, Adam.2.21.
German (Pape)
[Seite 1474] kurzhalsig, Adam. phys. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
κολοβοτράχηλος: -ον, ἔχων κολοβόν, ἤτοι ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.
[ᾰ], ον,
A stump-necked, Adam.2.21.
[Seite 1474] kurzhalsig, Adam. phys. 2, 16.
κολοβοτράχηλος: -ον, ἔχων κολοβόν, ἤτοι ἀτελῶς ἀνεπτυγμένον τράχηλον, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 16.