εως, ἡ,
A = μωρία, Sch.rec.A.Th.756.
[Seite 226] ἡ, = μωρία, Schol. Aesch. Spt. 741.
μώρανσις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 762.