ἰσχυτήριος

Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

German (Pape)

[Seite 1273] stärkend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡτήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος ἴσχαιμος. ἴδε Littré 4, σ. 312.