[ᾱ], ον, (ἀετόσ
A of the eagle, πτερόν Suid.
[Seite 43] vom Adler, Sp.
ἀέτειος: [ᾱ] ον, (ἀετὸς) τοῦ ἀετοῦ, Σουΐδ. πρβλ. αἰέτιος.