ταὐτώνυμος
English (LSJ)
ον, (ὄνομα)
A of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.
German (Pape)
[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.
ον, (ὄνομα)
A of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.
[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.
ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.