ἐρωμανής
English (LSJ)
ές,
A maddened by love, διάθεσις πρὸς μειράκιον D.S.30.22, cf. Nonn.D.16.10, al. 2 exciting mad love, φίλτρα Orph.H.55.14 (ἐρωτομ- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωμανής: -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14.