ον,
A visible in a thing, Arist.Pr.865b17.
ἔνοπτος: -ον, (ὄψομαι) ὁρατὸς ἔν τινι πράγματι, κάτοπτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 51, 2, Ἡσύχ.