A snatch beforehand, Sch. Ar.Pax289, Sch.S.Aj.1; τὴν σημασίαν EM401.2.
[Seite 795] (s. ἁρπάζω), vorher heimlich wegraffen, Sp.
προϋφαρπάζω: ὑφαρπάζω πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ Εἰρ. 288, κτλ.