ἀντίχορδος

Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A concordant, Hsch.: but,    II metaph., in reply or opposition to, τοῖς πεφιλοσοφημένοις Plu.2.663f.

German (Pape)

[Seite 264] (χορδή), 1) entgegengestimmt, entgegengesetzt, Plut. Qu. Sat. 4, 1. – 2) gleichtönend?

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίχορδος: -ον, ὁ μὴ συμφωνῶν κατὰ τὸν ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἀντίχορδα κείσθω τοῖς ὑπὸ σοῦ πεφιλοσοφημένοις Πλούτ. 2. 663Ε· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. δίδει ἐναντίαν ἑρμηνείαν: «ἀντίχορδα· σύγχορδα· ἰσόχορδα».