ἡ,
A stripping off, removing, λειχήνων Gal.12.844.
[Seite 757] ἡ, das Abhäuten, Diosc.
ἐκδορά: ἡ τὸ ἐκδέρειν, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ δέρματος, «γδάρσιμον», μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.