ἀποσκωπτικῶς
English (LSJ)
Adv.
A in a jeering way, Sch.Luc.Lex.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκωπτικῶς: ἐπίρρ. ἐμπαικτικῶς. Σχόλ. εἰς Λουκ. Ξεξιφ. 15.
Adv.
A in a jeering way, Sch.Luc.Lex.15.
ἀποσκωπτικῶς: ἐπίρρ. ἐμπαικτικῶς. Σχόλ. εἰς Λουκ. Ξεξιφ. 15.