ἄνειρξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restraint, Plu.2.584e.
German (Pape)
[Seite 220] das Zurückhalten, Plut. gen. Socr. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνειρξις: -εως, ἡ, ἡ ἀπόκλεισις, παρακώλυσις, ἐμπόδιον, ἀποχαῖς ὧν ἐφίενται καὶ ἀνείρξεσιν Πλούτ. 2. 584Ε.